τελειόκαρπος

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Greek (Liddell-Scott)

τελειόκαρπος: ἢ τελεόκ-, ον, ὁ παράγων τέλειον καρπόν, Κ. Μανασσ. Χρον. 98.

Greek Monolingual

και τελεόκαρπος, -ον, Μ
(για φυτό) αυτός που έχει τέλειους, ώριμους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + καρπός (πρβλ. μικρό-καρπος)].