φρενοφθόρος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

φρενοφθόρος: -ον, ὁ τὰς φρένας φθείρων, καταστρέφων, ὁ μωρίαν ἐπιφέρων, μωραίνων, ὁ Πισίδ. εἰς τὸν Μάταιον βίον 123.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που καταστρέφει τα λογικά, που επιφέρει φρενοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. θυμο-φθόρος, ψυχοφθόρος.