φθάζω

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

   A = φθάνω, Sch.A.R.2.1219.

Greek Monolingual

ΜΑ
φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φθάνω σχηματισμένος από τον μέλλ. φθάσω].