τυπογραφείο

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
εργαστήριο ή εργοστάσιο εκτύπωσης βιβλίων, εφημερίδων, περιοδικών και άλλων εντύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -γραφείο (< -γράφος), πρβλ. φωτο-γραφείο. Η λ., στον λόγιο τ. τυπογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].