τρικυμιώδης

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ες, Ν
1. αυτός που αναφέρεται σε τρικυμία ή αυτός που έχει τρικυμία, ταραχώδης, φουρτουνιασμένος
2. μτφ. περιπετειώδης, πολυτάραχος.
επίρρ...
τρικυμιωδώς Ν
με τρικυμιώδη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].