ὑποσείραιος
English (LSJ)
ον,
A dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).
Étymologie: ὑπό, σειρά.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)].