τριώδελον
English (LSJ)
τό, Dor. for τριώβολον, GDI4957a3, al. (Crete);
A = τριῶν ἡμιμναίων σταθμός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τριώδελον: (Δωρ.) «τριῶν ἡμιμναίων σταθμὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τριώβολο.
τό, Dor. for τριώβολον, GDI4957a3, al. (Crete);
A = τριῶν ἡμιμναίων σταθμός, Hsch.
τριώδελον: (Δωρ.) «τριῶν ἡμιμναίων σταθμὸς» Ἡσύχ.
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τριώβολο.