σύνεργο

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

το / σύνεργον, ΝΜΑ
1. εργαλείο
2. στον πληθ. τα σύνεργα
το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη
αρχ.
πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].

Greek Monolingual

το / σύνεργον, ΝΜΑ
1. εργαλείο
2. στον πληθ. τα σύνεργα
το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη
αρχ.
πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].