ο, Ν1. αυτός που χάσκει, που μένει με το στόμα ανοιχτό2. (κατ' επέκτ.) α) ανόητος, μάπαςβ) αυτός που γελά χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που χαχανίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα].