χάχας

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που χάσκει, που μένει με το στόμα ανοιχτό
2. (κατ' επέκτ.) α) ανόητος, μάπας
β) αυτός που γελά χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που χαχανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα].