τετραγαμία

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Greek (Liddell-Scott)

τετραγαμία: ἡ, ὁ τέταρτος γάμος, Κ. Μανασσ. Χρον. 5403, Σκυλίτζης σ. 702, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
ο τέταρτος γάμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. μονο-γαμία].