φρενώλης

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ες,

   A distraught in mind, frenzied, A.Th. 757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1305] ες, zerrüttetes Geistes, wahnsinnig, Aesch. Spt. 739.

Greek (Liddell-Scott)

φρενώλης: -ες, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὰς ἑαυτοῦ φρένας, παράφρων, Αἰσχύλ. Θήβ. 757. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a l’esprit perdu.
Étymologie: φρήν, ὄλλυμι.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].