ὑπόσπειρον
English (LSJ)
τό,
A plinth of Ionic base, Supp.Epigr.4.453.7,23 (Didyma, ii B. C.), Rev.Phil.36.71 (Iconium).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσπειρον: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ ὑπόσπειρα, Πολυδ. Β΄, 31.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ὑπόσπειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σπεῖρα «ανάγλυφο κόσμημα που διακοσμεί τη βάση του ιων. κίονα»].