σφηκοειδής

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ές,

   A = σφηκώδης 1, Sch.Nic.Th.805.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκοειδής: -ές, = σφηκώδης, Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 816 καὶ σφηκιώδης, ες, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387D. - Πρβλ. σφηκώδης.

Greek Monolingual

-ές, Α
σφηκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός «σφήκα» + -ειδής].