χαλαζοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A hail-guard, one who averts hail by magical rites, Sen. QN4.6, Plu.2.700f.
German (Pape)
[Seite 1326] ακος, ὁ, der den Hagel beobachtet, um Mittel gegen ihn anzuwenden, der vor ihm auf der Hut ist, Plut. Symp. 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
χαλαζοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων ἀπὸ τῆς χαλάζης, ὁ ἀποτρέπων τὴν χάλαζαν διά τινων παραδόξων τελετῶν, Πλούτ. 2. 700Ε, Senec. Quaest. Nat. 4. 6.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien chargé d’observer et d’annoncer l’approche des nuages de grêle.
Étymologie: χάλαζα, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
αυτός που με μαγικές τελετές προφυλάσσει τη γεωργική παραγωγή από το χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + φύλαξ.