Ν1. δίνω τροφή, σιτίζω, ιδίως ζώα2. (σχετικά με βρέφος, γέροντα ή ασθενή) βοηθώ κάποιον να φάει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίζω με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- (πρβλ. φαΐ: φαγί)].