το, Νσωρεία ύβρεων, βρισίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύβρις, -εος + -λόγιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑβρεολόγιον, μαρτυρείται από το 1886 στον Σπ. Μηλιαράκη].