Dor. for σοῦμαι,
A v. σεύω.
σῶμαι: Δωρικ. ἀντὶ σοῦμαι, ἴδε σεύω.
Α(δωρ. τ.) σοῡμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σεύω.