χίον

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τὸ, Α
αγγείο οίνου από την Χίο, που χρησίμευε και ως μονάδα μέτρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. Χῖος].