φορικός

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ή, όν, (φόρος)

   A rendered as tribute, σῖτος PPetr.2p.62 (iii B. C.); ὄλυρα PTeb.823.11 (ii B. C.); neut. pl. φορικά POxy.807 (i B. C./ i A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φόρος
1. αυτός που παρέχεται ως φόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τo φορικόν
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου.