συνοικέσιο

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και συνοικήσιον Α συνοίκησις
νεοελλ.
διαπραγμάτευση που γίνεται μέσω τρίτου ατόμου για σύναψη γάμου, προξενιό
μσν.-αρχ.
1. νόμιμη, ύστερα από γάμο, συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας
2. (ιδίως) γάμος.