χερμαδία

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡ, Α
χερμάδιον, πέτρα που βάλλεται κατά του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, -άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. του ουδ. χερμάδιον.