φιλοσύντομος

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ον,

   A loving brevity, Ph.2.351, Plu.2.511b, Gal.19.185 (Comp.), Sch.Hermog. in Rh.7 (1).105W.

German (Pape)

[Seite 1286] die Kürze liebend, Plut. de garrul. 17.

Greek (Liddell-Scott)

φῑλοσύντομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν συντομίαν, Πλούτ. 2. 511Β, Ρήτορες (Walz) 7. σ. 105.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la concision, la brièveté.
Étymologie: φίλος, σύντομος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει η συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σύντομος.