και τζαγκάριος και τσανγάριος και τζάγκαρος, ὁ, Μτσαγκάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγη «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -ārius, πρβλ. ταβουλ-άριος].