ἡ, fem. of τρυγητήρ, D.57.45, Poll.1.222.
τρῠγήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ τρυγητήρ, Δημ. 1313. 6, Δίων Χρυσ. 7, τ. 1, σ. 260, Πολυδ. Α΄, 222.
η, ΝΑβλ. τρυγητής.