τελειωμός

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν τελειώνω
1. αποπεράτωση
2. τέλος, τέρμα, λήξη
3. φρ. «δεν έχει τελειωμό» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ποσότητα, η έκταση ή η χρονική διάρκεια είναι πολύ μεγάλη.