τορητός

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ή, όν,

   A liable to be pierced: vulnerable, Lyc.456.

German (Pape)

[Seite 1130] durchbohrt, zu durchbohren, verwundbar, Lycophr. 456.

Greek (Liddell-Scott)

τορητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ τρυπήσῃ, τρωτός, τορητὸν οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ Λυκόφρ. 456.

Greek Monolingual

ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να τρυπηθεί, τρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. τείρω «διατρυπώ» (πρβλ. απρμφ. αορ. τορεῖν) + κατάλ. -η-τός τών ρηματ. επιθ.].