χλοῦς

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

   A v. χλόος.

German (Pape)

[Seite 1360] ὁ, zsgzgn statt χλόος.

Greek (Liddell-Scott)

χλοῦς: ὁ, συνῃρ. τοῦ χλόος, ὃ ἴδε, «χλοῦς, ἡ χλωρότης» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 596 «χλοῦς˙ ὠχρότης» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. χλόος.

Greek Monolingual

και ασυναίρ. τ. χλόος, ὁ, Α
1. (κατά τον Γαλ.) «χλοῡς
χλωρότης»
2. (κατά τον Ησύχ.) «χλοῡς
ὠχρότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. χλόη.