ὑποταίνιος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ον,

   A forming a long narrow strip of land, ἄμμος Ph.1. 647; αὐχήν, of the island of Pharos, Id.2.139; (sc. γῆ, cf. ταινία 11.2) ib. 524.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποταίνιος: ἄμμος, ἡ σχηματίζουσα προεξεχούσας ταινίας ἢ «γλώσσας», τὰς τῆς θαλάσσης ἐπιδρομὰς ἡ ὑποταίνιος ἄκρα ἀνακρούει Φίλων 1. 647., 2. 139, 524.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για παραλίες) αυτός που σχηματίζει μια μακριά, στενή λωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ταίνιος (< ταινία)].