τεθραμμένον
Greek Monolingual
τὸ, Α
ζώο («τεθραμμένα ἀρσενικά», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. τρέφω.
τὸ, Α
ζώο («τεθραμμένα ἀρσενικά», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. τρέφω.