τζάγγη

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ, a kind of

   A shoe, misi . . zancas de nostris Parthicas paria tria, Gallienus ap. Trebell.Claud.17; usum tzangarum . . intra urbem . . nemini liceat usurpare, Cod.Theod.14.10.2.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. zanca, λ. παρθικής προέλευσης. Τα υποδήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τους βασιλείς της Περσίας, αργότερα δε και από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες].