φοιβητεύω

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

   A to be a prophet, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1295] ein φοιβητής sein, prophezeien, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβητεύω: εἶμαι φοιβητής, «φοιβητεύειν· χρησμῳδεῖν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α φοιβητός
(κατά τον Ησύχ.) είμαι προφήτης.