φρουράρχης

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = φρούραρχος, Them.Or.10.136b (pl.).

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, = φρούραρχος.

Greek (Liddell-Scott)

φρουράρχης: -ου, ὁ, = φρούραρχος, Θεμίστ. 136Β, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
φρούραρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φρούραρχος κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -ης].