χελών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A v. χελλών.
German (Pape)
[Seite 1349] ῶνος, ὁ, s. χειλών. – Nach Hesych. auch Stammwort von χελώνη. Auch = κωλυμάτιον, Hero.
Greek (Liddell-Scott)
χελών: -ῶνος, ὁ, ἴδε ἐν λ. χελλών.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
βλ. χελλών.