χαλίκι
Greek Monolingual
το, ΝΜ
μικρή πέτρα, κομμάτι από σπασμένη πέτρα, σκύρο (α. «αχνίζουν τα χαλίκια» β. «φόρει καὶ τὸ προσώμιν σου, καὶ τὸν πηλὸν κουβάλει, καὶ τὰ χαλίκια σύνασε», Πρόδρ.)
νεοελλ.
αδρανές υλικό παραγόμενο μέσω διαλογής προϊόντων συντριβής λίθων ή φυσικών χαλίκων, η κοκκομετρία του οποίου περιλαμβάνεται μεταξύ 5 και 25 χιλιοστομέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χάλιξ, -ικος, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. χαλίκιον].