ἡ,
A v. ὑπερόριος 1.2.
[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.
ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.
ας (ἡ) :v. ὑπερόριος.
η / ὑπερορία, ΝΜΑβλ. υπερόριος.