τραυματιαῖος
English (LSJ)
α, ον,
A wounded, PTeb.304.12 (ii A. D.), PFay.108.14 (ii A. D.).
Greek Monolingual
-ιαία, -ον, Α
τραυματισμένος, πληγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραῦμα, τραύματος + κατάλ. -ιαῖος].
α, ον,
A wounded, PTeb.304.12 (ii A. D.), PFay.108.14 (ii A. D.).
-ιαία, -ον, Α
τραυματισμένος, πληγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραῦμα, τραύματος + κατάλ. -ιαῖος].