τριακοντάρχης

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ου, ὁ, a god

   A who presides over thirty days (one month), PMag.Leid.W.16.40 (λ κοντραχας (sic) acc. pl. Pap.).

Spanish

trescientas quince veces

Greek Monolingual

ὁ, Α
θεός που είχε το πρόσταγμα για τριάντα μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -άρχης].