ου, ὁ, a god
A who presides over thirty days (one month), PMag.Leid.W.16.40 (λ κοντραχας (sic) acc. pl. Pap.).
trescientas quince veces
ὁ, Αθεός που είχε το πρόσταγμα για τριάντα μέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -άρχης].