ἀπευκτός
English (LSJ)
ή, όν, Luc.Pseudol.12, Hld.7.25: (ἀπεύχομαι):—
A to be deprecated, abominable, πήματα A.Ag.638; ἀ. τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c; τὰ ἀ. Id.Ep.353e.
ή, όν, Luc.Pseudol.12, Hld.7.25: (ἀπεύχομαι):—
A to be deprecated, abominable, πήματα A.Ag.638; ἀ. τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c; τὰ ἀ. Id.Ep.353e.