τα, Ν1. αδιάκοπα τρεξίματα2. εντατικές ενέργειες για επείγουσες υποθέσεις, τρεξίματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -άμα /-ατα κατά το ουδ. σε -μα, -ατος (πρβλ. κλάματα, πράματα)].