τμηματάρχης

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. προϊστάμενος τμήματος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας
2. βαθμός στη διοικητική ιεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήμα, -ατος + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].