φιττάκια

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

   A v. πιστάκιον.    2 v. sq.

German (Pape)

[Seite 1290] τά, äol. statt ψιττάκια.

Greek (Liddell-Scott)

φιττάκια: Αἰολ. ἀντὶ ψιττάκια, Εὐστ. 1210. 42· πρβλ. πιστάκη.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
éol. c. ψιττάκια.
Étymologie: DELG πιστάκιον.

Greek Monolingual

τὰ, ΜΑ
(αιολ. τ.) βλ. πιστάκι.