ταὐτοποιός

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

όν,

   A creating identity, Procl. in Cra.p.20 P., Dam.Pr.305, al.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὰ αὐτά, Πρόκλ. ἐν τοῖς Α. Β. 1422.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που κάνει τα ίδια πράγματα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -ποιός].