χολερίνη

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. νόσος ήπιας διαδρομής, με χολεροειδείς κενώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].