φλιδιόωντο

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

διέποντο, ἐτέμνοντο, and ἔφλιδεν· διέρρεεν, ἐρρήγνυεν.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδιόωντο
διεσπώντο, ἐτέμνοντο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω)].