συνοχηδόν

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

Adv.

   A in confinement, AP9.343 (Arch.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοχηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ συνοχῆς, σφιγκτῶς, Ἀνθολ. Π. 9. 343.

French (Bailly abrégé)

adv.
en tenant étroitement serré.
Étymologie: σύνοχος, -δον.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συνοχή, στέρεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].