χελιδονίς

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, poet. for χελιδών, AP6.160 (Antip.Sid.): metaph. of a poetess, IG14.1892 (Rome).

German (Pape)

[Seite 1348] ίδος, ἡ, poet. = χελιδών, s. Jac. A. P. 266.

Greek (Liddell-Scott)

χελῑδονίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ χελιδών, Ἀνθ. Παλατ. 6. 160., 7. 210, παράρτ. 210.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. το χελιδόνι
2. μτφ. ποιήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δελφιν-ίς)].