=
A lanterna, prob. an error for φανός, Gloss.
ΜΑ(πιθ. εσφ. γρ < ρ.) φανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + επίθημα -αξ (πρβλ. αὖλ-αξ)].