ταχόμετρο

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
κάθε όργανο με το οποίο μετρείται η ταχύτητα κινούμενου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachometer < τάχος (το) «ταχύτητα» + μέτρο].