χαρτάριον

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

τό, Dim. of χάρτης,

   A small piece of papyrus, AP12.208 (Strat.), BGU466.12 (ii/iii A. D.), PMed. in PSI10.1180.50 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1340] τό, dim. von χάρτης, Strat. 58 (XII, 216).

Greek (Liddell-Scott)

χαρτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χάρτης, «ὑπὲρ ἡμῶν, χαρτάριον, δέομαι, πυκνότερόν το λάλει» Ἀνθ. Παλατ. 12. 208.

Spanish

trozo pequeño de papiro

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του χάρτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].