χειρομάχισσα
Greek (Liddell-Scott)
χειρομάχισσα: ἡ, θηλ. τοῦ χειρομάχος, ἡ ταῖς χερσὶν ἐργαζομένη, Θ. Πρόδρ. κ. ἡγουμ. Α΄ , 201.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
βλ. χειρομάχος.
χειρομάχισσα: ἡ, θηλ. τοῦ χειρομάχος, ἡ ταῖς χερσὶν ἐργαζομένη, Θ. Πρόδρ. κ. ἡγουμ. Α΄ , 201.
ἡ, Μ
βλ. χειρομάχος.